κελεύοντος

κελεύοντος
κελεύω
urge
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κέλευση — η (ΑΜ κέλευσις) [κελεύω] 1. διαταγή, εντολή, προσταγή, παραγγελία («κατὰ κέλευσιν θεοῡ», επιγρ.) 2. (στο ρωμ. δίκ.) η πληρεξουσιότητα που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με τρίτον για λογαριασμό τού κελεύοντος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”